υδροπνευμοθώρακας

υδροπνευμοθώρακας
ο, Ν ιατρ. πνευμοθώρακας που έχει επιπλακεί με συλλογή υγρού στην πλευρική κοιλότητα ή υδροθώρακας με είσοδο αέρα στην κοιλότητα τού υπεζωκότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. hydropneumothorax (< υδρ[ο]-* + πνεύμα + θώρακας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”